- ἀδιάλυτοι
- ἀδιάλυτοςundissolvedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
ημικυτταρίνη — η (βιοχ.) στον πληθ. οι ημικυτταρίνες πολυοζίτες αδιάλυτοι ή ελάχιστα διαλυτοί στο νερό οι οποίοι με υδρόλυση με οξέα ή ένζυμα παρέχουν απλά σάκχαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hemi celluloses < hemi (πρβλ. Ημι *) +… … Dictionary of Greek
πυροβιτουμένια — τα, Ν (πετρογρ.) φυσικοί στερεοί υδρογονάνθρακες που διακρίνονται από τα βιτουμένια επειδή έχουν υψηλό σημείο τήξης και είναι αδιάλυτοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrobitumen < pyro (< πυρ) + bitumen (πρβλ. βιτουμένια)] … Dictionary of Greek
γαλλικό οξύ — Αρωματικό οξύ με εμπειρικό μοριακό τύπο C7H6O5. Είναι τριϋδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζοϊκού οξέος –περιέχει τα υδροξύλια στις θέσεις 3, 4, 5: (ΗΟ)3C6H2 COOH (3, 4, 5 – τριϋδροξυβενζοϊκό οξύ)– και ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χημικό Καρλ Βίλεμ… … Dictionary of Greek
μικύλλιο — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη βοτανική για να χαρακτηριστούν οι συσσωρεύσεις μικροσκοπικών κυττάρων, αργότερα όμως επεκτάθηκε στα συμπλέγματα μορίων ή ιόντων διαλύτη σ’ ένα διάλυμα. Μερικοί τύποι ουσιών, οι οποίες μέσα σ’ ένα πολύ αραιό… … Dictionary of Greek